-
1 στάση
[стаей]end ουσ. Θ. положение, поза, остановка, приостановка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στάση
-
2 стоянка
стоянка ж 1) η στάση, ο σταθμός· το τέρμα (конечная) \стоянка такси η στάση του ταξί; -запрещена απαγορεύεται η στάση 2): якорная \стоянка το αγκυροβόλιο, η σκάλα* * *ж1) η στάση, ο σταθμός; το τέρμα ( конечная)стоя́нка такси́ — η στάση του ταξί
стоя́нка запрещена́ — απαγορεύεται η στάση
2)я́корная стоя́нка — το αγκυροβόλιο, η σκάλα
-
3 остановка
остановка ж (стоянка) η στάση· το τέρμα (конечная)' \остановка автобуса η στάση λεωφορείου* со всеми \остановкаками με όλες τις στάσεις* * *жостано́вка авто́буса — η στάση λεωφορείου
со все́ми остано́вками — με όλες τις στάσεις
-
4 позиция
-
5 стоянка
стоянкаж1. (остановка) ἡ στάση [-ις]:короткая \стоянка ἡ λιγόλεπτη στάση·2. (место) ἡ στάση [-ις], ὁ σταθμός/ ὁ καταυλισμός (тк. воен.):якорная \стоянка τό ἀγκυ-ροβόλιο[ν], ὁ δρμος, τό ἀραξοβόλι· \стоянка такси ἡ στάση τοῦ ταξί. -
6 остановка
-и θ.1. σταμάτημα•остановка поезда тормозом σταμάτημα του τρένου με φρένο.
2. παύση, διακοπή.3. κατάλυση, παραμονή.4. στάση•остановка автобусов στάση λεωφορείων•
концная остановка η τελευταία στάση, το τέρμα.
|| απόσταση μεταξύ δύο στάσεων.εκφρ.остановка за кем-чем – δε φτάνει, δεν αρκεί λείπει, δεν υπάρχει. -
7 остановка
1. (прекращение работы, действия чего-л.) το σταμάτημα, η στάση, η παύση 2. (перерыв, пауза) η παύση, η διακοπή 3. (трансп.) η στάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > остановка
-
8 застой
застой м η στάση, η στασιμότητα" η ακινησία, η απραξία (в развитии)* * *мη στάση, η στασιμότητα; η ακινησία, η απραξία ( в развитии) -
9 мятеж
-
10 отношение
отношение с 1) η στάση, η συμπεριφορά* хорошее \отношение η καλή συμπεριφορά· небрежное \отношение η αμέλεια, η αδιαφορία* бережное η μέριμνα 2) (взаимная связь) η σχέση 3)мн.: \отношениея οι σχέσεις· дипломатические \отношениея οι διπλωματικές σχέσεις ◇ в \отношениеи кого-л. σχετικά με κάποιον во всех \отношениеях απ' όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις* * *с1) η στάση, η συμπεριφοράхоро́шее отноше́ние — η καλή συμπεριφορά
небре́жное отноше́ние — η αμέλεια, η αδιαφορία
бе́режное отноше́ние — η μέριμνα
2) ( взаимная связь) η σχέση3) мн.отноше́ния — мн. οι σχέσεις
дипломати́ческие отноше́ния — οι διπλωματικές σχέσεις
••в отноше́нии кого́-л. — σχετικά με κάποιον
во всех отноше́ниях — απ'όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις
-
11 платформа
платформа ж 1) см. перрон 2) (небольшая станция) о μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, η στάση* * *ж1) см. перрон2) ( небольшая станция) ο μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, η στάση -
12 поза
-
13 положение
положение с 1) (местоположение) η θέση, ο τόπος 2) (лоза) η πόζα, η στάση 3) (ситуация ) η κατάσταση 4) (место, роль ) η (κοινωνική) θέση* * *с1) ( местоположение) η θέση, ο τόπος2) ( поза) η πόζα, η στάση3) ( ситуация) η κατάσταση4) (место, роль) η (κοινωνική) θέση -
14 сойти
сойти κατεβαίνω* \сойти с лестницы κατεβαίνω τη σκάλα; \сойти с дороги εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ· вы сойдёте на этой остановке? θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση; \сойтись (собраться) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι* * *сойти́ с ле́стницы — κατεβαίνω τη σκάλα
сойти́ с доро́ги — εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ
вы сойдёте на э́той остано́вке? — θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση
-
15 привал
привалм ἡ ἀνάπαυση [-ις] / воен. ἡ στάση [-ις]:делать \привал σταματώ, κά(μ)νω στάση. -
16 pure random process
= random process; stochastic process; stable process (distribution); stationary process; stationary stochastic processFrench\ \ processus stochastique pur; processus aléatoire; processus stochastique; processus stationnaireGerman\ \ reiner Zufallsprozeß; Zufallsprozeß; stochasticher Prozeß; stabiler Prozeß; stationärer Prozeß; stationärer stochastischer ProzeßDutch\ \ zuiver toevalsprocesItalian\ \ processo puramente casuale; processo casuale; processo stocastico; processo stabile; processo stazionarioSpanish\ \ proceso puramente aleatorio;; proceso aleatorio; proceso estocástico; proceso estable; proceso estacionarioCatalan\ \ procés aleatori; procés estocástic; procés estable; distribució estable; procés estacionari; procés estocàstic estacionariPortuguese\ \ processo puramente aleatório;processo estocástico; processo (distribuição) estável; processo estacionário; processo estocástico estacionárioRomanian\ \ -Danish\ \ ren stokastisk procesNorwegian\ \ Ren tilfeldig prosessSwedish\ \ stokastisk processGreek\ \ καθαρά τυχαία διαδικασία; τυχαία διαδικασία; στοχαστική διαδικασία; σταθερή διαδικασία (διανομής); στάση διαδικασία; στάση στοχαστική διαδικασίαFinnish\ \ puhdas satunnaisprosessi; satunnaisprosessi; vakaa Pareto-jakauma; stokastinen malli; stationaarinen prosessiHungarian\ \ tisztán véletlen folyamat; véletlen folyamat; sztochasztikus folyamat; állandó folyamat (eloszlás)Turkish\ \ saf rassal süreç; rassal süreç; stokastik süreç; kararlı süreç (proses) (dağılımı); durağan süreç (proses); durağan stokastik süreçEstonian\ \ puhtjuhuslik protsess; juhuslik protsess; stohhastiline protsess; stabiilne protsess (jaotus); statsionaarne protsessLithuanian\ \ grynasis atsitiktinis procesas; grynasis tikimybinis procesas; stabiliojo proceso skirstinys; atsitiktinis procesas; tikimybinis procesas; stacionarusis procesasSlovenian\ \ slučajni proces; stohastični proces; stacionarni procesPolish\ \ proces czysto losowy; proces losowy; proces stochastyczny; proces (rozkład) stabilny; proces stacjonarnyRussian\ \ чистый случайный процесс; случайный процесс; стохастический процесс; устойчивый процесс (распределения); стационарный процесс; стационарный стохастический процессUkrainian\ \ випадкове блукання; випадковий процес; стаціонарний процесSerbian\ \ -Icelandic\ \ slembiferli; tilviljunarferli; hendingarferliEuskara\ \ prozesu estokastikoFarsi\ \ f ray nde t sadofi; f ray nde manaPersian-Farsi\ \ فرايند تصادفي; فرايند پايدار; فرايند ماناArabic\ \ عملية عشوائية بحته ؛ عملية عشوائية ؛ عملية تصادفية ؛ عملية مستقرة ؛ عمليات تصادفية مستقرةAfrikaans\ \ suiwer stogastiese proses; stogastiese proses; stabiele proses (verdeling); stasionêre prosesChinese\ \ 纯 随 机 过 程; 随 机 过 程; 稳 定 过 程 ( 分 布 ); 平 稳; 过 程; 随 即 过 程Korean\ \ 임의과정, 확률과정, 랜덤과정 -
17 вставание
-я ουδ.σήκωμα από τη θέση, έγερση• όρθια στάση•почтить память -ем τιμώ τη μνήμη με όρθια στάση.
-
18 отношение
-я ουδ.1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.
|| στάση σχέση•б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•
небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.
|| άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•семейные -я οικογενειακές σχέσεις•
дружеские -я φιλικές σχέσεις•
производственные -я παραγωγικές σχέσεις•
в -и σχετικά, ως προς•
общественные -я κοινωνικές σχέσεις•
в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;
γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).3. αλληλοσύνδεση•отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).
4. έκθεση, αναφορά.5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•в прямом -ии ευθέως ανάλογα•
в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.
εκφρ.по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•в -ии – βλ. παραπάνω•по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,. -
19 положение
-я ουδ.1. θέση•географическое положение η γεωγραφική θέση•
положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.
|| διάταξη•положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.
|| στάση•заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•
положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.
|| κατάταξη•его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.
|| πόζα.2. κατάσταση• περίσταση•положение дел η κατάσταση πραγμάτων•
находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•
перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•
безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•
сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•
се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•
международное положение η διεθνής κατάσταση•
осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•
чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•
безвыходное, положение το αδιέξοδο.
3. κανονισμός• κώδικας•положение о выборах ο κώδικας εκλογών.
4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•-я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.
εκφρ.хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα). -
20 стойка
стойка 1-и, γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам θ.1. στάση προσοχής.2. στήριξη, στήσιμο•-на руках στήριξη με τα χέρια στο έδαφος(κ. τα πόδια άνω).
3. στάση, σταμάτημα (των σκύλων κοντά στο θήραμα).εκφρ.стойка смирно – βλ. 1 σημ.стойка 2-и, γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам, θ.1. ορθοστάτης.2. τραπέζι στενόμακρο. || το τραπέζι (μπάγκος) μαγαζιού.3. γιακάς όρθιος.
См. также в других словарях:
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
στάση — η 1. θέση του σώματος: Δεν πήρες καλή στάση. 2. σταμάτημα και ο τόπος όπου γίνεται αυτό: Δεν κάνει πολλές στάσεις το λεωφορείο. – Θα κατέβω στην επόμενη στάση. 3. εξέγερση εναντίον μιας έννομης τάξης, ανταρσία: Κατέπνιξαν τη στάση στο αίμα. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στασῇ — στᾱσῇ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσῃ — στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor part act fem dat sg (attic epic ionic) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκα, στάση του- — Στάση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού (532), με βασική αιτία τη δυσφορία του πληθυσμού εναντίον της διοίκησης και ιδιαίτερα εναντίον της οικονομικής πολιτικής του μισητού υπουργού Ιωάννη Καππαδόκη. Η στάση, που ονομάστηκε έτσι… … Dictionary of Greek
απαισιοδοξία — Στάση απέναντι στη ζωήπου εκφράζεται με το να αντιμετωπίζει κανείς τα πάντα από την κακή τους όψη.Λέγεται και πεσιμισμός, από τη λατινική λέξη pessimus που σημαίνει χείριστος, κάκιστος. Ως φιλοσοφική θεωρία, αντίθετα μετην αισιοδοξία (οπτιμισμός) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek