στάδιοι
1στάδιοι — στάδιον stade masc nom/voc pl στάδιος standing fast and firm masc nom/voc pl …
2στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… …
3Стадий — (στάδιον; plur. στάδια и στάδιοι) у древних греков продолговатая площадь, предназначавшаяся для состязаний в беге, а позднее и для иных видов состязаний, за исключением конных (верхом и на колесницах), которые устраивались на гипподромах.… …
4МЕРА — I. • Maera, Μαι̃ρα, 1. см. Icarius, Икарий; 2. дочь Прэта, подруга Артемиды, убитая ею за то, что родила от Зевса Локра (который вместе с Амфионом и Зетом основал Фивы). Ноm. Il. 11, 326; 3. дочь Атланта,… …
5МЕРА — I. • Maera, Μαι̃ρα, 1. см. Icarius, Икарий; 2. дочь Прэта, подруга Артемиды, убитая ею за то, что родила от Зевса Локра (который вместе с Амфионом и Зетом основал Фивы). Ноm. Il. 11, 326; 3. дочь Атланта,… …
6Katákolo — Κατάκολο Katákolo …
7Feiá — Φειᾷ Feiá Poblado de la Antigua Grecia Datos generales Ubicación …
8ευθυπλοΐα — η (Α εὐθύπλοια) [ευθύπλους] ο κατ ευθείαν πλους, η πλεύση σε ευθεία γραμμή («αἱ τοῡ Τάγου ἐκβολαὶ πλησίον, ἐφ᾿ ἅς εὐθυπλοίᾳ... στάδιοι δ εἰσὶ δέκα», Στράβ.) …
9παρώμαλος — ον, Α σχεδόν ομαλός ή ίσος («κύκλος τῆς νήσου τετρακόσιοι στάδιοι, παρώμαλος τὸ πλάτος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὁμαλός (πρβλ. αν ώμαλος). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …
10τρούροι — Α (κατά τον Ησύχ.) «δρόμοι, στάδιοι» …