σσω

  • 1θάσσω — sit pres subj act 1st sg θάσσω sit pres ind act 1st sg θά̱σσω , θάσσων neut acc comp pl θά̱σσω , θάσσων neut nom comp pl θά̱σσω , θάσσων masc/fem acc comp sg θάζω seated aor subj act 1st sg θάζω seated fut ind act 1st sg (epic) θάζω seated aor… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… …

    Dictionary of Greek

  • 3μύσσω — αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε σσω (πρβλ. τρομάζω τρομάσσω, σταλάζω σταλάσσω, ρημάζω ρημάσσω), δοθέντος… …

    Dictionary of Greek

  • 4πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 5μάσσω — knead pres subj act 1st sg μάσσω knead pres ind act 1st sg μά̱σσω , μάσσων longer neut acc comp pl μά̱σσω , μάσσων longer neut nom comp pl μά̱σσω , μάσσων longer masc/fem acc comp sg μαίομαι seek after aor ind mid 2nd sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6αποφράζω — κ. σσω (AM ἀποφράσσω, Α κ. ττω κ. ἀποφράγνυμι, κ. γνύω) κλείνω, φράζω εντελώς νεοελλ. ( σσω) ανοίγω κάτι φραγμένο, ξεβουλλώνω …

    Dictionary of Greek

  • 7διακηρύσσω — proclaim by herald pres subj act 1st sg διακηρύσσω proclaim by herald pres ind act 1st sg διακηρύ̱σσω , διακηρύσσω proclaim by herald pres subj act 1st sg διακηρύ̱σσω , διακηρύσσω proclaim by herald pres ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 8διορύσσω — dig through pres subj act 1st sg διορύσσω dig through pres ind act 1st sg διορύ̱σσω , διορύσσω dig through pres subj act 1st sg διορύ̱σσω , διορύσσω dig through pres ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 9καταπλάσσω — plaster over pres subj act 1st sg καταπλάσσω plaster over pres ind act 1st sg καταπλάσσω plaster over aor ind mid 2nd sg (epic) καταπλάσσω plaster over pres subj act 1st sg καταπλάσσω plaster over pres ind act 1st sg καταπλά̱σσω , καταπλήσσω… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 10καταράσσω — dash down pres subj act 1st sg καταράσσω dash down pres ind act 1st sg καταρά̱σσω , καταρρήγνυμι break down pres subj act 1st sg καταρά̱σσω , καταρρήγνυμι break down pres ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)