σπύγγας ὄρνις
1σπύγγας — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνις». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το ρ. σπίζω* (πρβλ. σπίνος)] …
1σπύγγας — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνις». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το ρ. σπίζω* (πρβλ. σπίνος)] …