σπέρχομαι
1σπέρχω — Α 1. θέτω σε ταχεία κίνηση, κάνω κάποιον ή κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἢπειγεν, ἠνάγκαζεν, ἔσπερχε τρέχειν», Λουκιαν.) 2. (μέσ. και παθ.) σπέρχομαι α) κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι («ὁπότε σπερχοίατ Ἀχαιοί... φέρειν Ἄρηα», Ομ. Ιλ.) β) σπεύδω από οργή …
2порог — род. п. ога, укр. порiг, род. п. порогу, др. русск. порогъ, ст. слав. прагъ φλιά (Супр., Клоц.), болг. праг(ът), сербохорв. пра̏г, словен. pràg, род. п. praga, чеш. prah, слвц. рrаh, польск. prog, род. п. progu, в. луж. рrоh, н. луж. рrоg, полаб …
3пороз — бык, бугай , вост. русск., некладеный кабан , псковск., перм., вятск., некастрированный домашний олень , сиб. (Даль), порозовать быть в момент течки (о животных) , др. русск. порозъ баран , цслав. празъ aries , сербохорв. пра̑з баран , словен.… …
4ασπερχές — ἀσπερχές επίρρ. (Α) ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (αθροιστικό επιτακτικό) + πιθ. *σπέρχος, το (< σπέρχομαι), τού οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το επίθημα * nο στον τ. σπερχνός (πρβλ. έρεβος ερεμνός)] …
5επισπερχής — ἐπισπερχής, ές (Α) ορμητικός, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπερχής (< σπέρχομαι «κινούμαι ορμητικά»] …
6πολυσπερχής — ές, Μ πολύ δραστήριος ή πολύ πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπερχής (< σπέρχομαι «σπεύδω, βιάζομαι»)] …
7σπέργδην — Α επίρρ. βιαστικά, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρχομαι «βιάζομαι, κινούμαι οργισμένος» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] …
8σπερχνός — ή, όν, Α 1. γρήγορος, ορμητικός («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.) 2. (για νόσο) βαρειάς μορφής 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερχνόν (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἱέρακος» 4. (το ουδ. ως επίρρ.) σπερχνόν ορμητικά, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
9σπερχυλλάδην — Α επίρρ. ορμητικά, έντονα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το ρ. σπέρχομαι / σπέρχω] …
10sperĝh-, spreĝh-, nasal. sprenĝh- — sperĝh , spreĝh , nasal. sprenĝh English meaning: to hurry, to spring Deutsche Übersetzung: ‘sich hastig bewegen, eilen, springen” Note: Erweit. from sper “ twitch, schnellen”. Material: O.Ind. spr̥háyati “begehrt,… …