σπένδομαι
1σπένδομαι — σπένδω make a drink offering pres ind mp 1st sg …
2σπένδω — Α 1. κάνω σπονδή, χύνω από το ποτήρι μου κάτω μέρος από το περιεχόμενο υγρό, συνήθως κρασί, ως προσφορά σε κάποιον θεό (α. «αὐτάρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι», Ομ. Οδ. β. «σπένδων αἴθοπα οἶνον ἐπ αἰθομένοις ἱεροῑσιν», Ομ. Ιλ. γ. «σπείσασα… …
3Либация — Не следует путать с Распитием спиртных напитков. Бочонки с сакэ в святилище Ицукусима Либация (возлияние) является частью религиозного ритуала …
4επισπονδορχηστής — ἐπισπονδορχηστής, ὁ (Α) μέλος τής ομάδας χορευτών που τελούσαν εορταστικούς χορούς κατά τις σπονδές στην Ολυμπία προς τιμή τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι σπονδή «ανανέωση συνθηκών» (< επι σπένδομαι + ορχηστής «χορευτής» (< ορχούμαι)] …
5Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …