Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σπόρος

См. также в других словарях:

  • σπόρος — sowing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… …   Dictionary of Greek

  • σπόρος — ο 1. σπέρμα οποιουδήποτε καρπού. 2. σπέρματα κατάλληλα για σπορά: Αγόρασε σπόρους για το λαχανόκηπό του. 3. σπέρμα ανθρώπου ή ζώου. 4. πρώτη αφορμή, αφετηρία κάποιου γεγονότος: Ο σπόρος που έριξε ο Ρήγας δεν άργησε να φυτρώσει. 5. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …   Dictionary of Greek

  • σπόρω — σπόρος sowing masc nom/voc/acc dual σπόρος sowing masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόροι — σπόρος sowing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόροις — σπόρος sowing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρον — σπόρος sowing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρου — σπόρος sowing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρους — σπόρος sowing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρων — σπόρος sowing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»