σπόνδῠλος

  • 71τεμνοσπόνδυλα — τα, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένη υπέρταξη ή, κατ άλλους ερευνητές, τάξη αμφιβίων που ανήκει στην ομάδα τών λαβυρινθοδοντίων οι αντιπρόσωποι τής οποίας έζησαν από το δεβόνιο ώς το ανώτερο τριαδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. temnospondyli… …

    Dictionary of Greek

  • 72τράχηλας — ο, Ν μικρή χερσόνησος με ισθμώδη λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος, κατά τα αρσ. σε ας (πρβλ. σπόνδυλας, διαλ. τ. αντί σπόνδυλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 73υποσφόνδυλον — τὸ, Α το ιερό οστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σφόνδυλος, αττ. τ. τού σπόνδυλος] …

    Dictionary of Greek

  • 74άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… …

    Dictionary of Greek

  • 75Λαρτέ, Εντουάρ — (Éduard Lartet, 1801 – 1871). Γάλλος γεωλόγος. Διετέλεσε πρόεδρος της Γεωλογικής Εταιρείας της Γαλλίας από το 1867 μέχρι τον θάνατό του. Ασχολήθηκε με την εξερεύνηση των σπηλαίων και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παλαιοντολογία. Οι παλαιοντολογικές …

    Dictionary of Greek

  • 76Μουσείο, Αρχαιολογικό Αφαίας — Η επίσκεψη σε έναν από τους ομορφότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, που είναι το ιερό της Αφαίας –της κόρης του Δία που κρύφτηκε στην Αίγινα καταδιωκόμενη από τον ερωτευμένο με αυτήν Μίνωα– θα ήταν καλό να αρχίσει από αυτό το μικρό… …

    Dictionary of Greek

  • 77Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …

    Dictionary of Greek

  • 78ՈՒԼՆ — (լան, լուք, լանց.) NBH 2 0541 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c գ. αὑχήν cervix σπόνδυλος vertebra spinae dorsi, venticillum. (գրի եւ Ուղն, Ոլն.) Սկիզբն ողին, վիզ. փող. պարանոց. ողն եւ շրջանակն պարանոցի դիւրադարձ. որ եւ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 79επιστροφέας — ο πληθ. είς, ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος, ο άτλας …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 80στροφέας — ο 1. εκείνο που γύρω του στρέφεται κάτι, μεντεσές. 2. σπόνδυλος του αυχένα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)