σπόνδῠλος

  • 61σπονδύλωμα — το, Ν βοτ. σύμπλεγμα από πολλά όργανα που φυτρώνουν κυκλικά γύρω από τον ίδιο κόμβο ενός κύριου άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόνδυλος + κατάλ. ωμα (πρβλ. σπλήν ωμα)] …

    Dictionary of Greek

  • 62σπονδύλωση — η, Ν ιατρ. όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει κυρίως εκφυλιστική πάθηση τής σπονδυλικής στήλης αλλά και άλλης φύσεως σπονδυλικές παθήσεις, όπως είναι η πάθηση που λέγεται ριζομυελική σπονδύλωση τών Γάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ …

    Dictionary of Greek

  • 63στερεοσπόνδυλος — η, ο, Ν (το ουδ. ή το αρσ. πληθ. ως ουσ.) τα στερεοσπόνδυλα ἡ οι στερεοσπόνδυλοι (παλαιοντ.) απολιθωμένη τάξη αμφιβίων οι αντιπρόσωποι τής οποίας έζησαν από τα τέλη τού παλαιοζωικού αιώνα ως το ανώτερο τριαδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ …

    Dictionary of Greek

  • 64στροφέας — ο / στροφεύς, έως, ΝΑ 1. ο ανώτατος σπόνδυλος τού αυχένα, αλλ. άτλας ή επιστροφέας 2. θηλυκωτήρι το οποίο συνέχει τα θυρόφυλλα με τους παραστάτες και πάνω στο οποίο, καθώς αυτά στρέφονται, ανοίγουν και κλείνουν, γίγγλυμος, κν. μεντεσές νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 65στρόφωμα — ώματος, τὸ, Α [στροφοῡμαι] 1. μικρή στρόφιγγα, μικρός μεντεσές πόρτας 2. σπόνδυλος …

    Dictionary of Greek

  • 66σφαδάζω — ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 67σφενδόνη — η, ΝΜΑ και σφεντόνα Ν, και δωρ. τ. σφενδόνα Α 1. εκηβόλο όπλο που εκτοξεύει λίθινα ή μεταλλικά βλήματα σφαιροειδούς μορφής και αποτελείται από κεντρικό εύκαμπτο τεμάχιο, προσαρμοσμένο σε δύο ιμάντες 2. η οπή ή το κοίλωμα τού δαχτυλιδιού όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 68σφονδυλίων — ὁ, Α (ενν. μυελός) πιθ. ο μυελός τής σπονδυλικής στήλης, ο νωτιαίος μυελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος / σπόνδυλος + επίθημα ίων (πρβλ. ακανθ ίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 69σφονδύλιος — ὁ, Α [σφόνδυλος] σπόνδυλος …

    Dictionary of Greek

  • 70σφόνδυλος — Όργανο περιστρεφόμενο, που διαθέτει μεγάλη ροπή αδρανείας ως προς τον άξονα περιστροφής. Για να επιτευχθεί η μέγιστη τιμή της ροπής αδρανείας με ίση μάζα, ο σ. κατασκευάζεται γενικά σε σχήμα τροχού με πολύ βαριά την εξωτερική στεφάνη. Η ειδική… …

    Dictionary of Greek