σπόνδῠλος

  • 51σπονδυλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους σπονδύλους 2. φρ. α) «σπονδυλική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής υποκλείδιας αρτηρίας β) «σπονδυλική στήλη» i) (ανατ. βιολ.) ο αξονικός σκελετός τού κορμού τών σπονδυλοζώων που υποβαστάζει την κεφαλή και… …

    Dictionary of Greek

  • 52σπονδυλοκόποι — οἱ, Α γελωτοποιοί οι οποίοι σατίριζαν τους γραμματικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. <: σπόνδυλος + κόπος (< κόπτω)] …

    Dictionary of Greek

  • 53σπονδυλολίσθηση — η, Ν ιατρ. ολίσθηση προς τα εμπρός τού σώματος ενός σπονδύλου σε σχέση με τον υποκείμενο σπόνδυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spondylolisthesis (< σπόνδυλος + ολίσθηση)] …

    Dictionary of Greek

  • 54σπονδυλομαλάκυνση — η, Ν ιατρ. μαλάκυνση τών σπονδύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spondylomalacia (< σπόνδυλος + μαλακός)] …

    Dictionary of Greek

  • 55σπονδυλωτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σπονδύλους, που αποτελείται από σπονδύλους, που είναι συγκροτημένος από σπονδύλους 2. μτφ. αυτός που αποτελείται από χωριστά μέρη τα οποία όμως έχουν εσωτερική ή θεματική ενότητα («σπονδυλωτό έργο») 3. βοτ. α) (για τύπο… …

    Dictionary of Greek

  • 56σπονδυλόζωο — το, Ν ζωολ. συν. στον πληθ. τα σπονδυλόζωα η σημαντικότερη υποσυνομοταξία τών χορδωτών, με κύριο γνώρισμα την ύπαρξη σπονδυλικής στήλης και ραχιαίου κεντρικού νευρικού συστήματος, υποσυνομοταξία η οποία περιλαμβάνει τους ιχθύς, τα αμφίβια, τα… …

    Dictionary of Greek

  • 57σπονδυλόλυση — και σπονδυλολυσία, η, Ν ιατρ. συγγενής ή επίκτητη λύση τής συνέχειας τού ισθμού ενός σπονδύλου, η οποία οδηγεί σε σπονδυλολίσθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spondylolyse (< σπόνδυλος + λύση)] …

    Dictionary of Greek

  • 58σπονδυλόπτωση — και σπονδυλοπτωσία, η, Ν ιατρ. ελάττωση τού ύψους τού σπονδυλικού σώματος, η οποία οφείλεται σε τραυματική ή φλεγμονώδη εξεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spondyloptosis (< σπόνδυλος + πτώση)] …

    Dictionary of Greek

  • 59σπονδυλόσχιση — η, Ν ιατρ. η σπονδυλόλυση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spondyloschisis (< σπόνδυλος + σχίση)] …

    Dictionary of Greek

  • 60σπονδυλώδης — ες / σπονδυλώδης, ῶδες, ΝΑ, και σφονδυλώδης, ῶδες, Α [σπόνδυλος / σφόνδυλος] όμοιος με σπόνδυλο …

    Dictionary of Greek