σπόνδῠλος

  • 41μακροσφονδυλάτος — μακροσφονδυλάτος, η, ον (Μ) μακρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σφονδυλάτος (< σφόνδυλος «σπόνδυλος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 42μασχαλιστήρας — ο (Α μασχαλιστήρ, ῆρος) νεοελλ. ναυτ. 1. το άμβολο, η λαπάτσα 2. σύσπαστο τού οποίου ο τρόχιλος ενώνεται με διπλή αρπάγη για σταθεροποίηση τής άγκυρας στα πλευρά τού πλοίου, κν. πεσκαδούρος αρχ. 1. πλατύς ιμάντας που περιζώνει το άλογο πίσω από… …

    Dictionary of Greek

  • 43μυρμηγκοσφόνδυλος — μυρμηκοσφόνδυλος και μερμηγκοσφόνδυλος, ον (Μ) αυτός που έχει λαιμό μυρμηγκιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι / μερμήγκι + σφόνδυλος «σπόνδυλος»] …

    Dictionary of Greek

  • 44οσφυϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οσφύ. (α. «οσφυϊκός πόνος» β. «οσφυϊκός σπόνδυλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …

    Dictionary of Greek

  • 45πρωτοσπόνδυλοι — (protospondyli). Οστεοϊχθύες, που έχουν λεπτά και κυκλικά λέπια. Η οικογένεια τους –αμιίδες– δεν είναι πολυμελής. Τα ψάρια αυτά, από βιολογική άποψη, συγγενεύουν με άλλα που βρίσκονται σε χαμηλότατο επίπεδο εξέλιξης. * * * οι, Ν ζωολ. τάξη… …

    Dictionary of Greek

  • 46ραχοκόκαλο — το, Ν 1. ο σπόνδυλος 2. η σπονδυλική στήλη …

    Dictionary of Greek

  • 47σπονδυλίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. φλεγμονή ενός ή περισσότερων σπονδύλων, που προκαλείται κυρίως από πυογόνα μικρόβια 2. φρ. α) «τραυματική σπονδυλίτιδα» ιατρ. όψιμη παραμόρφωση τής σπονδυλικής στήλης ύστερα από κάκωση και μετά από περίοδο φαινομενικής ιάσεως, αλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 48σπονδυλανθή — τα, Ν βοτ. (σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης) τάξη δικότυλων μονοχλαμυδικών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόνδυλος + άνθος] …

    Dictionary of Greek

  • 49σπονδυλαρθρίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. ρευματική φλεγμονή τών σπονδύλων 2. φρ. «αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα» ιατρ. χρόνια φλεγμονώδης πάθηση των μικρών αρθρώσεων και τών συνδέσμων τής σπονδυλικής στήλης, καθώς και τών παρακείμενων αρθρώσεων, που υφίστανται… …

    Dictionary of Greek

  • 50σπονδυλεξάρθρωση — η, Ν εξάρθρωση σπονδύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spondylexarthrosis (< σπόνδυλος +εξάρθρωση)] …

    Dictionary of Greek