σπόνδῠλος

  • 31CONHA Margaritaria — non unius generis est. Pinnae, pectines et myaces, diversae certe concharum species, in quibus margaritum gigni Veteres prodidêre. Nec hodiernô tempore una concha lapidem hunc generat. Omnium praestantissimae ad gignendas margaritas habentur… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 32-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ …

    Dictionary of Greek

  • 33άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …

    Dictionary of Greek

  • 34άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …

    Dictionary of Greek

  • 35άτλαντας — ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, αντος) 1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού 2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος 3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι νεοελλ. 1. συλλογή χαρτών 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 36αδραχτάς — ο [αδράχτι] 1. αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει αδράχτια 2. μεγάλο αδράχτι ή απλώς αδράχτι 3. μεγάλο σιδερένιο αδράχτι που τό περιστρέφει η ανέμη 4. ο επιστροφέας, ο σπόνδυλος που στρέφεται μαζί με τον τράχηλο 5. ράβδος αγκυλωτή προς το επάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 37ασπόνδυλος — η, ο (κυρίως για ζώα) αυτός που δεν έχει σπονδύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σπόνδυλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπυρ. Μαυρογένη] …

    Dictionary of Greek

  • 38ενσπόνδυλος — η, ο (για ζώα) σπονδυλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + σπόνδυλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Νικ. Πίκκολο] …

    Dictionary of Greek

  • 39επιστροφέας — ο (Α ἐπιστροφεύς) ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος, ο άτλας μσν. αυτός που ξαναφέρνει στην ορθή πίστη όσους απομακρύνθηκαν αρχ. μσν. αυτός που αναγκάζει κάποιον να επιστρέψει, να αλλάξει πορεία …

    Dictionary of Greek

  • 40λοφαδίας — και λοφίας, ὁ (Α) ο πρώτος ραχιαίος σπόνδυλος, καθώς και το δέρμα που βρίσκεται πάνω σ αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *λοφάς, άδος (ἡ)] …

    Dictionary of Greek