σπουδᾷ
1σπούδα — και ασπούδα, η, Ν (διαλ. τ.) βιασύνη …
2σπουδᾷ — σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg (epic) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg (epic) σπουδή haste fem dat sg (doric aeolic) …
3σπουδάσας — σπουδά̱σᾱς , σπουδάζω to be busy fut part act fem acc pl (doric) σπουδά̱σᾱς , σπουδάζω to be busy fut part act fem gen sg (doric) σπουδάσᾱς , σπουδάζω to be busy aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
4σπουδᾶς — σπουδᾶ̱ς , σπουδάζω to be busy fut ind act 2nd sg (doric) σπουδή haste fem gen sg (doric aeolic) …
5σπουδάν — σπουδά̱ν , σπουδή haste fem acc sg (doric aeolic) …
6σπουδάς — σπουδά̱ς , σπουδή haste fem acc pl …
7σπουδάσα — σπουδά̱σᾱ , σπουδάζω to be busy fut part act fem nom/voc/acc dual (doric) …
8σπουδάσαι — σπουδά̱σᾱͅ , σπουδάζω to be busy fut part act fem dat sg (doric) σπουδάζω to be busy aor inf act σπουδάσαῑ , σπουδάζω to be busy aor opt act 3rd sg …
9σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …
10ορδινιά — η (στον Ερωτόκρ.) 1. τάξη, ετοιμασία («με σπούδα μπαίνει σ ορδινιά», Ερωτόκρ.) 2. παραγγελία, εντολή («είχα μιαν ορδινιά παρμένη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordo, inis «τάξη»] …