σπουδαίος

  • 91μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …

    Dictionary of Greek

  • 92μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… …

    Dictionary of Greek

  • 93ναύσταθμος — Λιμάνι ή όρμος, κατάλληλα διασκευασμένος, όπου λιμενίζονται πολεμικά πλοία και υπάρχουν εγκαταστάσεις για την επισκευή, τον εξοπλισμό και τις άλλες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Ο ν. ήταν ό,τι και το νεώριο των αρχαίων ή το καραβοστάσι ή ο… …

    Dictionary of Greek

  • 94νούλα — η (Μ νούλα) μηδέν, μηδενικό («νούλα η νούλα τά φαγε ούλα» λέγεται για κακόπιστους και ιδιοτελείς λογαριασμούς, παροιμ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) ανάξιος, τιποτένιος («μπορεί ως επιστήμονας να είναι σπουδαίος, αλλά ως άνθρωπος είναι μία νούλα») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 95ολοσχερής — ές (ΑΜ ὁλοσχερής, ές) ολοκληρωτικός, ολόκληρος, πλήρης, εντελής, τέλειος («ολοσχερής καταστροφή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός, εκτεταμένος, σπουδαίος, μεγάλος («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν γενέσθαι τὴν συμπλοκήν» …

    Dictionary of Greek

  • 96παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 97περιηγητής — Αυτός που ταξιδεύει με σκοπό την ψυχαγωγία ή τη μόρφωση. Η τάση για περιήγηση χρονολογείται από την αρχαιότητα και κυρίως από τότε που τα ταξίδια έπαυσαν να είναι πολύ επικίνδυνα. Τον 6o αι. π.Χ. αναφέρονται πολλά ονόματα ελλήνων περιηγητών, που… …

    Dictionary of Greek

  • 98περισπουδαίος — αία, ον, Μ πολύ επιθυμητός, περιπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπουδαῖος «ποθητός, αξιέραστος»] …

    Dictionary of Greek

  • 99περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 100περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …

    Dictionary of Greek