σπουδαίος

  • 81κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 82κυριώδης — κυριώδης, ώδες (Α) [κύριος] σπουδαίος, σημαντικός …

    Dictionary of Greek

  • 83μαδέρα — (Madeira). Συστάδα ηφαιστειογενών νησιών (794 τ. χλμ., 253.482 κάτ. το 2001) στον Ατλαντικό ωκεανό, που ανήκουν διοικητικά στην Πορτογαλία, της οποίας αποτελούν το ομώνυμο διοικητικό διαμέρισμα με πρωτεύουσα την πόλη Φουνσάλ (115.403 κάτ. το… …

    Dictionary of Greek

  • 84μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… …

    Dictionary of Greek

  • 85μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 86μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …

    Dictionary of Greek

  • 87μεγαλόσχημος — η, ο (ΑM μεγαλόσχημος, ον) 1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης 2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό τού ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής 2. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 88μεγαλώνω — (Μ μεγαλώνω) 1. καθιστώ, κάτι μεγάλο ή μεγαλύτερο από όσο είναι, μεγεθύνω, αυξάνω («θα μεγαλώσω το οικόπεδό μου αγοράζοντας και το διπλανό κτήμα») 2. μτφ. ανατρέφω κάποιον («μεγαλώνει το παιδί της χωρίς την οικονομική υποστήριξη τού συζύγου της») …

    Dictionary of Greek

  • 89μελέαγρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα και της Αλθαίας. Αναφέρεται ως ήρωας και σπουδαίος κυνηγός, ο οποίος σκότωσε τον φοβερό κάπρο που κατέστρεφε τους αγρούς της Καλυδώνας· ο κάπρος είχε σταλεί… …

    Dictionary of Greek

  • 90μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… …

    Dictionary of Greek