σπουδαίος
71κάμποσος — και καμπόσος, η, ο (Μ κά(μ)ποσος και κα(μ)πόσος και καμπόσιος και κιαμπόσος και οκά(μ)ποσος, η, ον) ο ποσοτικά ή αριθμητικά σημαντικός, αρκετός, όχι λίγος, επαρκής (α. «κάμποσος κόσμος» β. «κάμποσα πρόβατα») νεοελλ. φρ. α) (ειρωνικά, για… …
72καμποτίνος — ο 1. πλανόδιος ηθοποιός 2. κακός ηθοποιός, θεατρίνος που δεν κατέχει την τέχνη του, χωρίς ταλέντο και αξία 3. μτφ. άνθρωπος χωρίς αξία, που επιδιώκει με αγυρτείες να εμφανιστεί ως σπουδαίος ή να αποκτήσει κοινωνική αξία, αγύρτης, τσαρλατάνος,… …
73καμποτινισμός — ο [καμποτίνος] η τάση να φαίνεται κάποιος ως σπουδαίος, να παίζει θέατρο σε βάρος κάποιου, θεατρινισμός, κομπογιανιτισμός, αγυρτεία, απάτη …
74καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… …
75κατασπουδάζομαι — (AM) φροντίζω, ενδιαφέρομαι σοβαρά για κάτι αρχ. 1. καταγίνομαι σε σπουδαία έργα, είμαι σπουδαίος, σοβαρός 2. παθ. α) ταράζομαι β) καταπιέζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπουδάζομαι «φροντίζω σοβαρά»] …
76κατασπουδαίως — (Α) επίρρ. πολύ πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπουδαίως «πρόθυμα, ταχέως» (< σπουδαῖος < σπουδή)] …
77κλητός — ή, ό (AM κλητός, ή, όν) προσκεκλημένος, καλεσμένος («πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί», ΚΔ) αρχ. 1. ευπρόσδεκτος («οὗτοι γὰρ κλητοί γε βροτῶν ἐπ ἀπείρονα γαῑαν», Ομ. Οδ.) 2. περιζήτητος, σπουδαίος, εκλεκτός 3. αυτός που έχει κλητευθεί… …
78κοσμοϊστορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία τού κόσμου 2. αυτός που έχει ιστορική σημασία για όλο τον κόσμο 3. πολύ σπουδαίος, πολύ σημαντικός («κοσμοϊστορικό γεγονός»). επίρρ... κοσμοϊστορικώς και ά σύμφωνα με την ιστορία τού κόσμου.… …
79κουτομόγιας — ο 1. αυτός που παρουσιάζεται ως σοβαρός και σπουδαίος, αλλά στην πραγματικότητα είναι ανόητος 2. άνθρωπος με περιορισμένες νοητικές ικανότητες, μωρός …
80κρήγυος — κρήγυος, δωρ. τ. κράγυος, ον (Α) 1. καλός, ωφέλιμος ή ευάρεστος («οὔ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας», Ομ. Ιλ.) 2. αληθινός, πραγματικός («εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον», Θεόκρ.) 3. σπουδαίος, βαρυσήμαντος 4. (για γυναίκα) τίμια 5. (το ουδ. ως επίρρ.)… …