σπουδαίος

  • 41Энармоника — (энармон) (греч. [γένος] ἐναρμόνιον, ἁρμονία; лат. enarmonium, [genus] enarmonicum, harmonia), также энгармоника[1][2][3], энгармонический род мелоса в древнегреческой музыке. Главный, легко улавливаемый на слух признак энармоники наличие… …

    Википедия

  • 42встанливый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. σπουδαῖος), тщательный, усердный, ревностный.… …

    Словарь церковнославянского языка

  • 43КСЕНОКРАТ —     КСЕНОКРАТ (Ξενοκράτης), сын Агафенора (396, Халкедон на Боспоре 314 до н. э., Афины), др. греч. философ, ученик Платона. После смерти Платона вместе с Аристотелем покинул Академию; с 339 схоларх Академии, сменивший Спевсиппа. Сочинения К.… …

    Античная философия

  • 44НИКОМАХОВА ЭТИКА —     «НИКОМАХОВА ЭТИКА» (Ἠθικὰ Νικομάχεια), сочинение Аристотеля, датируется 2 м афинским периодом (334 322 до н. э.); представляет собой запись лекционного курса, другой вариант которого (предположительно, более ранний) известен как «Евдемова… …

    Античная философия

  • 45моудрыи — (328) пр. 1. Проявляющий ум, мудрость: Боголишивыи же смѣхъмь възнесеть гласъ свои. мѹжь же мѹдръ одъва осклабить сѧ. (πανοῦργος) Изб 1076, 180; борисъ... тѣлъмь б˫аше красьнъ... въ съвѣтѣхъ мѹ||дръ. и разѹмьнъ при вьсемь. СкБГ XII, 18а–б; тебе… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 46άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… …

    Dictionary of Greek

  • 47άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …

    Dictionary of Greek

  • 48άπλετος — η, ον (AM ἄπλετος, ον) νεοελλ. (για φως) λαμπρός, άφθονος αρχ. 1. απεριόριστος, απέραντος, τεράστιος 2. σπουδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. άπλετος < α στερ. + πέλεθρον / πλέθρον, το β συνθετ. απαιτεί αρχική ρίζα με σημασ. «μετρώ». Η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 49έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …

    Dictionary of Greek

  • 50αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …

    Dictionary of Greek