σπουδαίος

  • 121σπουδαιοτριβώ — έω, Μ είμαι δραστήριος, πολυάσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαῖος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. χρονο τριβῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 122σπουδαιόψυχος — ον, Μ αυτός που έχει σπουδαία, μεγάλη ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαῖος + ψυχος (< ψυχή)] …

    Dictionary of Greek

  • 123σπουδαιόμυθος — ον, Α σπουδαιολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαῖος + μύθος (< μύθος), πρβλ. πολύ μυθος] …

    Dictionary of Greek

  • 124σπουδαιότητα — η / σπουδαιότης, ητος, ΝΜΑ [σπουδαίος] η ιδιότητα τού σπουδαίου, τού σημαντικού, το να είναι κάτι σημαντικό αρχ. σοβαρότητα …

    Dictionary of Greek

  • 125τελευταίος — α, ο / τελευταῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.) νεοελλ. 1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο …

    Dictionary of Greek

  • 126τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …

    Dictionary of Greek

  • 127τοσσάτιος — ατίη, ον, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσο μεγάλος ή τόσο σπουδαίος («φεῡ, ἀπὸ τοσσατίου κάλλεος εἰμὶ κόνις», Βαβρ.) 2. τόσο εκτεταμένος («τοσσάτιον μογέεσκον ἐπὶ χρόνον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοσσάτιοι τόσο πολλοί άνθρωποι 4. το ουδ.… …

    Dictionary of Greek

  • 128τρανός — ή, ό / τρανός, ή, όν, ΝΜΑ προφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη τής ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.) νεοελλ. 1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό 2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και… …

    Dictionary of Greek