σπουδαίος

  • 111σεμνύνω — ΝΜΑ μέσ. σεμνύνομαι 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι νεοελλ. μέσ. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζω αρχ. 1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.) 2. (με σατιρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 112σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 113σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 114σπουδαίως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. σπουδαίος …

    Dictionary of Greek

  • 115σπουδαιογέλοιος — και σπουδογέλοιος ον, Α αυτός που δεν ξεχωρίζει το σοβαρό από το γελοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαῖος / σπουδή + γελοῖος] …

    Dictionary of Greek

  • 116σπουδαιογραφώ — έω, Μ γράφω με σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαῖος + γραφῶ (< γραφος < γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 117σπουδαιολογία — η, ΝΜΑ [σπουδαιολόγος] σπουδαίος λόγος, σοβαρή ομιλία …

    Dictionary of Greek

  • 118σπουδαιολόγημα — τὸ, Ν [σπουδαιολογώ] σπουδαίος, σοβαρός λόγος …

    Dictionary of Greek

  • 119σπουδαιολόγος — ον ΜΑ αυτός που μιλάει για σημαντικά πράγματα, που ασχολείται με σοβαρά θέματα. επίρρ... σπουδαιολόγως Α με σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαῖος + λόγος*] …

    Dictionary of Greek

  • 120σπουδαιοπάρωδος — ον, Α αυτός που συνθέτει παρωδίες σοβαρών λόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαίος + παρῳδός «ποιητής παρωδιών»] …

    Dictionary of Greek