σπορᾶς
1σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… …
2σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg …
3σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl …
4σποράδα — σποράς scattered masc/fem acc sg …
5σποράδας — σποράς scattered masc/fem acc pl …
6σποράδες — σποράς scattered masc/fem nom/voc pl …
7σποράδεσι — σποράς scattered masc/fem dat pl …
8σποράδεσσι — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) …
9σποράδεσσιν — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) …
10σποράδι — σποράς scattered masc/fem dat sg …