σπονδή
1σπονδῇ — σπονδή drink offering fem dat sg (attic epic ionic) …
2σπονδή — drink offering fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3σπονδή — η 1. ιεροτελεστία στην αρχαιότητα κατά την οποία έχυναν κρασί ή λάδι στη γη από ειδικό αγγείο: Έκαναν σπονδή στον τάφο του Αχιλλέα. 2. πληθ., σπονδές, οι συνθήκη ειρήνης. 3. «σπονδή στο Βάκχο», κρασοπότι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… …
5σπονδῆι — σπονδῇ , σπονδή drink offering fem dat sg (attic epic ionic) …
6σπονδαῖς — σπονδή drink offering fem dat pl …
7σπονδαῖσι — σπονδή drink offering fem dat pl (epic ionic aeolic) …
8σπονδαῖσιν — σπονδή drink offering fem dat pl (epic ionic aeolic) …
9σπονδαί — σπονδή drink offering fem nom/voc pl …
10σπονδᾶν — σπονδή drink offering fem gen pl (doric aeolic) …