σπονδή
91σπονδαύλης — ὁ, Α ο αυλητής κατά την τέλεση τών επίσημων σπονδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + αύλής (< αὐλός), πρβλ. χορ αύλης] …
92σπονδείον — και σπονδῆον και σπονδήϊον και σπενδεῑον, τὸ, Α 1. σκύφος, αγγείο, χρυσή φιάλη που έφεραν οι σπονδοφόροι όταν ανήγγελλαν τη σπονδή 2. κουτί με άνοιγμα στο επάνω μέρος για τη συγκέντρωση χρηματικών προσφορών 3. περικοπή τού «πυθικού νόμου».… …
93σπονδονόμοι — οἱ, Α εντεταλμένοι που επέβλεπαν την τήρηση τών σπονδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + νόμος*] …
94σπονδοφόρος — ο, ΝΜΑ, και σπονδιοφόρος και ουδ. το σπονδοφόρον και ως επίθ. σπονδηφόρος ΜΑ 1. αυτός που προσέφερε σπονδές, θυσίες, ιδίως εκείνος που έσταζε από το ποτήρι σταγόνες κρασιού 2. αυτός που έκανε προτάσεις για ανακωχή ή για ειρήνη 3. θρησκευτικός… …
95σπονδοχόη — ἡ, Α αγγείο για την προσφορά σπονδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + χοή (< χέω), πρβλ. οινο χόη] …
96σπονδόχους — ὁ, Α η σπονδοχόη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + χους (< χέω)] …
97σπόνδαρχος — ὁ, Α (κατά τον Φρύν.) «ὁ ἐξάρχων τῆς σπονδῆς ἐν τοῑς συμποσίοις». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + αρχος* (< ἄρχω)] …
98στέφος — το, ΝΜΑ νεοελλ. μτφ. δόξα, φήμη («προσμένουσιν / οι ουρανοί το στέφος του / και τ όνομά του [τού ήρωος]», Κάλβ.) μσν. εκκλ. το στεφάνι τού μαρτυρίου αρχ. 1. στέφανος, στέμμα («ἐπὶ κάρεα στέφεα βαλομέναν», Ευρ.) 2. σπονδή 3. (κατά τον Ησύχ.) στον… …
99συσπένδω — Α κάνω σπονδές μαζί με άλλον· [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπένδω «κάνω σπονδή»] …
100σχόλιο — το / σχόλιον, ΝΜΑ 1. σύντομη ερμηνεία ή αποσαφήνιση λέξεων, φράσεων ή χωρίων που περιέχονται στα κείμενα αρχαίων, ιδίως, συγγραφέων 2. σύντομη ερμηνευτική σημείωση λέξης ή φράσης που γράφεται στο περιθώριο ενός κειμένου ή στα διάστιχα νεοελλ. 1.… …