σπονδή

  • 31σπονδήσιμος — ον, Α αυτός που αρμόζει σε σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή, κατά τα επί θ. σε (ησ)ιμος (πρβλ. θανατ ήσιμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 32σπονδίζω — (I) ΜΑ [σπονδή] σπένδω, κάνω σπονδή μσν. μέσ. σπονδίζομαι συνθηκολογώ με κάποιον. (II) Μ χρησιμοποιώ σπονδείους στον στίχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σπονδ ειάζω, κατά τα ρ. σε ίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 33σπονδίτις — ίτιδος, ἡ, Α αυτή που κάνει σπονδή («σταγόνα σπονδῑτιν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελην ῖτις)] …

    Dictionary of Greek

  • 34σπονδείος — Μετρικός τετράσημος πόδας, της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής που αποτελείται από δύο μακρούς χρόνους ( ), από τους οποίους ο ένας προέρχεται από συναίρεση των συλλαβών (βραχείες) του δακτύλου ( υυ) ) ή του ανάπαιστου (υυ ) ). * * * ο / σπονδεῑος …

    Dictionary of Greek

  • 35σπονδικός — ή, όν, Α [σπονδή] (για οίνο) αυτός που προορίζεται για σπονδή …

    Dictionary of Greek

  • 36σπονδοποιός — ὁ, Α εντεταλμένος που συνομολογούσε ειρήνη ή ανακωχή προσφέροντας σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 37σπόνδιξ — ικος, ὁ, Α αυτός που προσφέρει σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. σπάδ ιξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 38τρίσπονδος — ον, Α φρ. «τρίσπονδοι χοαί» τριπλή νεκρική σπονδή από μέλι, γάλα και κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ἡμί σπονδος] …

    Dictionary of Greek

  • 39τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη …

    Dictionary of Greek

  • 40τριτόσπονδος — ον, Α φρ. «τριτόσπονδος αἰών» η ζωή κάποιου που αξιώθηκε να τελέσει και την τρίτη σπονδή στον Δία, η πλήρης ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. φιλό σπονδος] …

    Dictionary of Greek