σποδίτης
1σποδίτης — baked in hot ashes masc nom sg …
2σποδίτης — και εσφ. γρφ. σποντίτης, ὁ, Α (για άρτο) ψημένος στη ζεστή στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + επίθημα ίτης (πρβλ. πιτυρ ίτης)] …
3σποδίτην — σποδίτης baked in hot ashes masc acc sg (attic epic ionic) …
4σποδίτῃ — σποδίτης baked in hot ashes masc dat sg (attic epic ionic) …
5σποδίτας — σποδίτᾱς , σποδίτης baked in hot ashes masc acc pl σποδίτᾱς , σποδίτης baked in hot ashes masc nom sg (epic doric aeolic) …