σπλήν

  • 51σπληνούμαι — όομαι, Α [σπλήν/σπληνίον] 1. (για τραύμα) περιβάλλομαι με σπληνίο, επιδένομαι 2. (για όργανο τού σώματος) διογκώνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 52σπληνώδης — ῶδες, Α [σπλήν, ηνός] σπληνικός, ο σπληνιάρης …

    Dictionary of Greek

  • 53σπονδύλωμα — το, Ν βοτ. σύμπλεγμα από πολλά όργανα που φυτρώνουν κυκλικά γύρω από τον ίδιο κόμβο ενός κύριου άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόνδυλος + κατάλ. ωμα (πρβλ. σπλήν ωμα)] …

    Dictionary of Greek

  • 54υπερσπληνισμός — ο, και υπερσπληνία, η, Ν ιατρ. κλινικό σύνδρομο που συνδυάζει παγκυτταροπενία τού περιφερειακού αίματος με αδιατάρακτη τη λειτουργία τού μυελού τών οστών και σπληνομεγαλία, θεωρούμενη ως εκδήλωση υπερλειτουργίας ή δυσλειτουργίας τής σπλήνας.… …

    Dictionary of Greek

  • 55υπόσπληνος — ον, Α αυτός που πάσχει από νόσο τής σπλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σπληνος (< σπλήν, ηνός), πρβλ. ἐπί σπληνος] …

    Dictionary of Greek

  • 56φρενοσπληνικός — ή, ό, Ν φρ. «φρενοσπληνικός σύνδεσμος» ανατ. μικρή περιτοναϊκή πτυχή, που εκτείνεται μεταξύ τού άνω άκρου τής σπλήνας και τού περιτοναίου τού διαφράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + σπλήνα / σπλήν. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α.… …

    Dictionary of Greek

  • 57φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 58Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek

  • 59splină — SPLÍNĂ, spline, s.f. 1. Organ anatomic intern, moale şi spongios, de culoare roşie violetă, situat în partea superioară stângă a cavităţii abdominale, care produce limfocite, anticorpi, depozitează sângele etc. ♢ loc. adj. Fără splină = (despre… …

    Dicționar Român

  • 60spânz — SPÂNZ, spânzi, s.m. Plantă erbacee toxică cu rizomul gros şi ramificat în numeroase fibre lungi, cu frunze palmate, cu florile roşii aplecate în jos, care se foloseşte în medicină (Helleborus purpurescens). [var.: (reg.) spânţ s.m.] – et. nec.… …

    Dicționar Român