σπλήν
41προϋποστέλλομαι — Α [ὑποστέλλομαι] 1. μέσ. συγκρατούμαι, προηγουμένως, τηρώ αποχή εκ τών προτέρων 2. παθ. είμαι τοποθετημένος δίπλα («προϋπέσταλται τοῑς ὑποχονδρίοις ὁ σπλὴν καὶ τὸ ἧπαρ», Ρούφ.) …
42σπληνάριον — τὸ, Α σπληνίο, επίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, ηνός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] …
43σπληνίδιον — τὸ, Α [σπλήν, ηνός] σπληνίο, επίδεσμος …
44σπληνίσκον — τὸ, Α [σπλήν, ηνός] ο σπληνίσκος* …
45σπληνίσκος — ὁ, Α μικρός επίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος)] …
46σπληνίτης — ὁ, Α αυτός που ανήκει στη σπλήνα ή προέρχεται από αυτήν («σπληνίτης ὑδρωπισμός», Διοκλ. Καρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + επίθημα ίτης (πρβλ. σιαγον ίτης)] …
47σπληνίτιδα — η / σπληνῑτις, ίτιδος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. φλεγμονή τής σπλήνας αρχ. αυτή που ανήκει στη σπλήνα («σπληνῑτις φλέψ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, ηνός + επίθημα ῖτις / ίτιδα*. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ …
48σπληνικός — ή, ό / σπληνικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπλήν, ηνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπλήνα («σπληνικός τρόπος», Ιπποκρ.) νεοελλ. φρ. α) «σπληνική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής κοιλιακής αορτής που φέρεται προς την σπλήνα ακολουθώντας το άνω περίγραμμα τού… …
49σπληνιώ — σπληνιῶ, άω, ΝΑ σπληνιάζω, πάσχω από νόσο τής σπλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, ηνός + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἰλιγγ ιῶ)] …
50σπληνοδάπανος — ον, Μ αυτός που καταστρέφει τη σπλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + δαπάνη] …