σπλήν

  • 31Селезёнка — человека …

    Википедия

  • 32Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …

    Википедия

  • 33Селезёночник — ? Селезёночник …

    Википедия

  • 34Спленэктомия — (от др. греч. σπλήν  селезёнка и ἐκτομή  вырезание, усечение)  хирургическая операция по удалению селезёнки. Содержание 1 История …

    Википедия

  • 35επίσπληνος — ἐπίσπληνος, ον (Α) [σπλήν] αυτός που έχει πάθηση στη σπλήνα …

    Dictionary of Greek

  • 36θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …

    Dictionary of Greek

  • 37θανατιώ — θανατιῶ, άω (Α) είμαι ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος, κατά τα ρήματα σε ιάω τα δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. λιθ ιάω, σπλην ιάω] …

    Dictionary of Greek

  • 38μυρτόσπληνον — μυρτόσπληνον, τὸ (Α) μυοσωτίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + σπλην, σπληνός] …

    Dictionary of Greek

  • 39πλευρίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. η πλευρίτιδα αρχ. αυτός που βρίσκεται στην πλευρά ή δίπλα στην πλευρά («σπονδύλους πλευρίτας», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + κατάλ. ίτης (πρβλ. σπλην ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 40πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… …

    Dictionary of Greek