σπιδόεις
1σπιδόεις — Α (κατά τον Ησύχ.) «μέλας, πλατύς, σκοτεινός, μέγας, πυκνός». [ΕΤΥΜΟΛ. < *σπίδος (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + κατάλ. όεις*. Προβλήματα γεννούν οι διαφορετικές σημ. τού τ.] …
2σπιδής — ές, Α μακρός, εκτεταμένος («διὰ σπιδέος πεδίοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία απαντά μόνο στη γεν. (πρβλ. τη φρ. τής Ιλιάδας «διά σπιδέος πεδίοιο»), απ όπου οδηγούμαστε σε έναν τ. ονομαστικής σπιδής ή, κατ άλλη άποψη, πιο πιθανή,… …
3sp(h)ē(i)-3, spī- and sphē- : sphǝ- — sp(h)ē(i) 3, spī and sphē : sphǝ English meaning: to succeed, prosper; to fatten, etc.. Deutsche Übersetzung: “gedeihen, sich ausdehnen = dick werden, vorwärtskommen, Erfolg haben, gelingen” Material: O.Ind. sphü yatē “wird fat,… …