1σπηλάδιον — neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2σπηλάδιον — τὸ, Α μικρή σπηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιον + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. σειρ άδιον). Ο τ. έχει γραφτεί σπηλάδιον (αντί τού αναμενόμενου σπηλᾴδιον) αναλογικά προς τα υποκορ. σε άδιον] …
Dictionary of Greek