σπεύσει

  • 1σπεύσει — σπεύδω set going aor subj act 3rd sg (epic) σπεύδω set going fut ind mid 2nd sg σπεύδω set going fut ind act 3rd sg σπεῦσις festinatio fem nom/voc/acc dual (attic epic) σπεύσεϊ , σπεῦσις festinatio fem dat sg (epic) σπεῦσις festinatio fem dat sg… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 3έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 4αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …

    Dictionary of Greek

  • 5μέμνων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Αιθιοπίας, γιος του Τιθωνού και της Ηούς. Την περίοδο του Τρωικού πολέμου προσέφερε βοήθεια στον θείο του Πρίαμο (αδερφός του Τιθωνού από τον Λαομέδοντα). Σύμφωνα με τη Μικρή Ιλιάδα …

    Dictionary of Greek

  • 6σπευστός — ή, όν, Α [σπεύδω] αυτός τον οποίο πρέπει να σπεύσει κανείς να κάνει …

    Dictionary of Greek

  • 7σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 8φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …

    Dictionary of Greek

  • 9Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …

    Dictionary of Greek

  • 10Άκρατα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 1.737 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και βρίσκεται 72 χλμ. Α της Πάτρας. Κόντα στην Α. βρισκόταν η αρχαία πόλη Αιγαί. μάχη της Α. Μετά τον θάνατο του… …

    Dictionary of Greek