σπερματικός
1σπερματικός — of masc nom sg …
2σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …
3σπερματικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το σπέρμα: Ο άντρας της υποβλήθηκε σε σπερματική εξέταση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σπερματικά — σπερματικός of neut nom/voc/acc pl σπερματικά̱ , σπερματικός of fem nom/voc/acc dual σπερματικά̱ , σπερματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5σπερματικώτερον — σπερματικός of adverbial comp σπερματικός of masc acc comp sg σπερματικός of neut nom/voc/acc comp sg …
6σπερματικωτέραις — σπερματικός of fem dat comp pl σπερματικωτέρᾱͅς , σπερματικός of fem dat comp pl (attic) …
7σπερματικῶν — σπερματικός of fem gen pl σπερματικός of masc/neut gen pl …
8σπερματικόν — σπερματικός of masc acc sg σπερματικός of neut nom/voc/acc sg …
9σπερματικώτατα — σπερματικός of adverbial superl σπερματικός of neut nom/voc/acc superl pl …
10σπερματικαῖς — σπερματικός of fem dat pl …