σπειράρχης

  • 1σπειράρχης — ὁ, Α ο επικεφαλής σπείρας, ρωμαϊκής διλοχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα «στρατιωτική μονάδα τού ρωμαϊκού κράτους» + άρχης*] …

    Dictionary of Greek