σπανίζω
71σπανιζούσας — σπανιζούσᾱς , σπανίζω to be rare pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) σπανιζούσᾱς , σπανίζω to be rare pres part act fem gen sg (doric) …
72ἐσπανίσμεθ' — ἐσπανίσμεθα , σπανίζω to be rare plup ind mp 1st pl ἐσπανίσμεθα , σπανίζω to be rare perf ind mp 1st pl …
73βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …
74ηπανώ — ἠπανῶ, άω και έω (Α) [ηπανία] σπανίζω, απορώ, δεν έχω (κάτι) …
75σπανισμός — ὁ, Μ [σπανίζω] η σπανιότητα …
76σπανιστός — ή, όν, Α [σπανίζω] 1. σπάνιος 2. ευτελής 3. (για χώρα) άγονος, άφορος («σπανιστή καρποῑς ἐστι», Στράβ.) …
77σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ …
78υποσπανίζω — Α [σπανίζω] (συν. το παθ.) ὑποσπανίζομαι α) έχω έλλειψη («Θεσσαλῶν πόλεις ύπεσπανισμένους βορᾱς», Αισχύλ.) β) (για πράγμα) μένω ελλιπής …
79σπανιῶν — σπανία fem gen pl σπανίζω to be rare fut part act masc nom sg (attic epic doric) …
80σπανίζοι — σπανίζοῑ , σπανίζω to be rare pres opt act 3rd sg …