σπανός
1σπανός — rare masc nom sg …
2σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ …
3Σπανός — ὁ, θηλ. Σπανή, Α ο Ισπανός («Σπανὸς ἀνὴρ δημότης», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαιότερο τ. τής λ. Ἱσπανός] …
4Σπανός — Σπανόν masc nom sg Σπανός grey masc nom sg …
5σπανός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει βλάστηση: Η κορυφή αυτού του βουνού είναι εντελώς σπανή. 2. άτριχος άντρας από τη φύση του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Σπανός, Αλέξιος — Λόγιος από τα Γιάννενα του τέλους του Που αι. και των αρχών του 18ου. Δίδαξε τα ελληνικά γράμματα στην Αδριανούπολη και σε άλλες πόλεις. Ο Σ. συμπλήρωσε και σύνταξε ευρετήριο των μεταφράσεων στη δημοτική του έργου Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου, που… …
7Σπανός, Σωτήριος — Αγωνιστής του 1821 από το Κρανίδι της Αργολίδας. Αναφέρεται και με το όνομα Σπανοθανάσης. Έπεσε πολεμώντας στην Κόρτεσα (29 Νοεμβρίου 1822) …
8σπανῶν — σπανός rare fem gen pl σπανός rare masc/neut gen pl …
9σπανόν — σπανός rare masc acc sg σπανός rare neut nom/voc/acc sg …
10σπανοῖς — σπανός rare masc/neut dat pl …