σπαδών
1σπάδων — eunuch masc nom/voc sg …
2σπάδων — ωνος και οντος, ὁ, Α 1. ευνούχος («εἰ σπάδοντα νομίζει Δημήτριος αὐτόν», Πλούτ.) 2. ευνουχισμένο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα τού σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση δ (πρβλ. σπάδιξ) + επίθημα ων (πρβλ. κώδ ων) βλ. και λ. σπάω] …
3σπαδών — όνος, ἡ, Α 1. σύσπαση, σπασμός 2. (γενικά) απόσπασμα, τεμάχιο 3. (κατά τον Ησύχ.) «σπαδόνα τὸ σπάσμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα τού σπάω / σπῶ, με οδοντική παρέκταση δ (πρβλ. σπάδιξ) και επίθημα ών (πρβλ. ροδών) βλ. και λ. σπάω] …
4σπαδόνεσσιν — σπάδων eunuch masc dat pl (epic aeolic) …
5σπάδονα — σπάδων eunuch masc acc sg …
6σπάδονας — σπάδων eunuch masc acc pl …
7σπάδονες — σπάδων eunuch masc nom/voc pl …
8σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …
9φλεδών — όνος, ἡ, Α φλυαρία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. φλέδων με καταβιβασμό τού τόνου ώστε να διακριθεί το όν. που δηλώνει την ενέργεια από το ουσ. τού δράστη τής ενέργειας, πρβλ. το ζεύγος σπαδών: σπάδων (για ετυμολ. βλ. λ. φλέδων)] …
10sp(h)ei : sp(h)ī̆ and sp(h)ē : sp(h)ǝ-2 — sp(h)ei : sp(h)ī̆ and sp(h)ē : sp(h)ǝ 2 English meaning: to pull, drag Deutsche Übersetzung: “ziehen, spannen” Material: Gk. σπάω, σπῶ (*spǝ sō) “pull, zerre, verrenke, falle with Zuckungen, Krämpfen an, pull ein, suck ein”;… …