σπαδόνισμα
1σπαδόνισμα — ίσματος, τὸ, Α [σπαδονίζω] χαλάρωση («σπαδονίσματα μαστῶν», Ανθ. Παλ.) …
2σπαδονίσματα — σπαδόνισμα flaccidity neut nom/voc/acc pl …
3σπάθισμα — ίσματος, τὸ, Α [σπαθίζω] (κατά τον Ησύχ.) σπαδόνισμα* …
1σπαδόνισμα — ίσματος, τὸ, Α [σπαδονίζω] χαλάρωση («σπαδονίσματα μαστῶν», Ανθ. Παλ.) …
2σπαδονίσματα — σπαδόνισμα flaccidity neut nom/voc/acc pl …
3σπάθισμα — ίσματος, τὸ, Α [σπαθίζω] (κατά τον Ησύχ.) σπαδόνισμα* …