σπέρνω
1σπέρνω — σπέρνω, έσπειρα βλ. πίν. 120 …
2σπέρνω — έσπειρα, σπάρθηκα, σπαρμένος 1. ρίχνω σπόρους στο χωράφι: Φέτος έσπειρα τα χωράφια με αυτόματες μηχανές. 2. διαδίδω: Σπέρνει καινά δαιμόνια. – Έσπειρε τον πανικό. 3. «Σπέρνω ζιζάνια», δημιουργώ αφορμές για έριδες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3σπέρνω — Ν βλ. σπείρω …
4ανθοσπέρνω — σπέρνω λουλούδια, γεμίζω έναν τόπο με λουλούδια …
5σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …
6ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …
7κατασπείρω — (AM κατασπείρω) 1. σπέρνω άφθονα, σε όλη την έκταση 2. παθ. κατασπείρομαι α) (για έκταση γης ή αγρό) είμαι πυκνά σπαρμένος, έχω άφθονη βλάστηση β) διασκορπίζομαι, διαδίδομαι μσν. μπήγω αρχ. 1. (για συναισθήματα) παρέχω υπέρμετρα ή άφθονα 2.… …
8παρασπείρω — Α 1. σπέρνω κοντά σε κάτι 2. σπέρνω επί πλέον 3. διασπείρω, διασκορπίζω 4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό 5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.) …
9παρενσπείρω — ΝΑ [ενσπείρω] σπέρνω ανάμεσα, διασπείρω, σπέρνω εδώ κι εκεί («παρενεσπάρη τούτοις», Γρηγ. Νύσσ.) νεοελλ. μτφ. ενσπείρω με δόλιο τρόπο («παρενέσπειρε διχόνοιες μεταξύ τών μελών τής οικογένειας») …
10προκατασπείρω — Α 1. σπέρνω εκ τών προτέρων 2. μτφ. εμφυτεύω, εμβάλλω σε κάποιον κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασπείρω «σπέρνω σε όλη την έκταση, φυτεύω»] …