σπέρνω
21επανασπείρω — (Μ ἐπανασπείρω) σπέρνω για δεύτερη φορά, ξανασπέρνω …
22επισπείρω — ἐπισπείρω (Α) [σπείρω] 1. σπέρνω ξανά ή επάνω σε κάποιον χώρο 2. κατηγορώ («μομφὰν δ’ ἐπισπείρων ἀλιτροῑς», Πίνδ.) …
23καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …
24κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος …
25κουκί — και κουκκί, το (Μ κουκίον και κουκίν) 1. ο καρπός τού φυτού κύαμος, τής κουκιάς 2. κόκκος, σπυρί, κουκούτσι νεοελλ. 1. (σκωπτικά) στον πληθ. τα κουκιά οι ψήφοι ή οι ψηφοφόροι 2. φρ. «κουκιά μετρημένα» λέγεται για πράγματα που μπορούν να… …
26κουκίζω — [κουκί] 1. σπέρνω 2. πασπαλίζω …
27μανοσπορώ — μανοσπορῶ, έω (Α) [μανόσπορος] σπέρνω αραιά …
28μετασπείρω — (Μ) σπέρνω εκ νέου, ξανασπέρνω …
29μονοβολώ — μονοβολῶ, έω (Α) [μονόβολος] σπέρνω μόνος χωρίς βοηθό …
30νιόσπαρτος — η, ο αυτός που έχει σπαρθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιο * + σπαρτός (< σπέρνω)] …