σπάϑης τε πληγάς

  • 1σπάθη — η, ΝΜΑ, και σπάδη Α 1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα 2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. σπαθί 2. (στρ. αθλ.)… …

    Dictionary of Greek