σπάργω
1σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… …
2σπάργω — Α (επικ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) α) «σπάρξαι σπαργανώσαι» β. «σπάρξαι... σπαράξαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπάργανο] …
3σπάρξαι — σπάργω aor imperat mid 2nd sg σπάργω aor inf act σπάρξαῑ , σπάργω aor opt act 3rd sg …
4σπάρξαν — σπάργω aor part act neut nom/voc/acc sg σπάργω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …
5σπαργώνω — Ν γεμίζουν οι μαστοί μου γάλα, σπαργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαργῶ, άω «είμαι σφριγηλός, γεμάτος χυμούς», κατά τα ρ. σε ώνω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. *σπαργῶ, όω (πρβλ. και σπάργωσις)] …
6σπάργανο — το / σπάργανον, ΝΜΑ 1. επιμήκης και φαρδιά λωρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν τα βρέφη, κν. φασκιά 2. στον πληθ. τα σπάργανα το σύνολο τών πανιών με τα οποία συνήθιζαν παλαιότερα να τυλίγουν τα βρέφη, αλλ. πάνες νεοελλ. 1. βιολ. η… …
7σπάργησιν — σπάργησις swelling fem acc sg σπάργω pres subj mp 2nd sg (epic) σπάργω pres subj act 3rd sg (epic) σπαργάω to be full to bursting pres ind act 3rd sg …
8σπάργησις — ήσεως, ἡ, Α [σπαργῶ, άω] διόγκωση, πρήξιμο που οφείλεται στην ύπαρξη ζωικών χυμών ή σε υπεραιμία …
9σπάργωση — η / σπάργωσις, ώσεως, ΝΑ νεοελλ. βοτ. η σπαργή αρχ. η σπάργησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σπάργησίς, πιθ. < αμάρτυρο ρ. *σπαργῶ, όω] …
10σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… …
- 1
- 2