σοῦς

  • 11AUFIDENA — urbs Italiae Caracenorum; vulgari nune vocabulô Alfidena; meminit eius Liv. l. 10. c. 12. Borranum inde adgressus, nec ita multo post Aufidenam vi coepit. De Cn. Fulvio consule loquitut. Apud Ptolemaeum, Καρακηνῶν, οἵ εἰσιν ὑπὸ σοὺς Θρεντανοὺς,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12επίπροσθεν — ἐπίπροσθεν (AM) [πρόσθεν] επίρρ. 1. (για τόπο) μπροστά («ποῑον ἐπίπροσθεν νέφος θῶμαι», Ευρ.) 2. (με γεν.) μπροστά σε κάτι («ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν ἔχοντα», Πλάτ.) 3. (για βαθμό, τάξη, σειρά) πρώτα, σε πρώτη θέση (α. «καί μὴ ‘πίπροσθεν τῶν ἐμῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 13εύσους — εὔσους, ουν και εὔσοος, ον (Α) ασφαλής, ευτυχισμένος («εὔσοα τέκνα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σους (< σοος < σώος), πρβλ. λαο σόος, πολι σόος] …

    Dictionary of Greek

  • 14κατοικτίζω — (Α) 1. ευσπλαγχνίζομαι κάποιον, κατοικτείρω* («τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», Σοφ.) 2. εγείρω τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ ἤ κατοικτίσαντά πως», Σοφ.) 3. μέσ. κατοικτίζομαι θρηνώ για …

    Dictionary of Greek

  • 15μελίπαις — μελίπαις, αιδος, ὁ (Α) φρ. «μελίπαις σίμβλος» η κυψέλη μαζί με τα μελιτοφόρα τέκνα της, δηλ. με τις μέλισσες («ἔρρ ἐπὶ σοὺς μελίπαιδας ὄποι ποτέ, δραπέτι, σίμβλους», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + παῖς (πρβλ. καλλί παις)] …

    Dictionary of Greek

  • 16πολύζηλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφός των τυράννων των Συρακουσών Γέλωνα και Ιέρωνα. Με τον θάνατο του Γέλωνα παντρεύτηκε τη χήρα του και ανέλαβε τη στρατηγία. Ήρθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Ιέρωνα που είχε αναλάβει την αρχή, αλλά η σύρραξη… …

    Dictionary of Greek

  • 17ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… …

    Dictionary of Greek

  • 18σαμανισμός — Ιδιαίτερο θρησκευτικό σύστημα, διαδομένο προπάντων στις υποαρκτικές περιοχές, κατά το οποίο μερικά πρόσωπα προικισμένα με ειδικές δυνάμεις, οι σαμάν, μπορούν να επικοινωνήσουν με τον κόσμο των πνευμάτων για να πετύχουν ορισμένα ωφελήματα. Ο όρος… …

    Dictionary of Greek

  • 19σουτ — (I) και σουστ και σους και σου Ν επιφών. σιωπή! σιγά! [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.]. (II) το, Ν 1. (στο ποδόσφαιρο) το τελικό λάκτισμα τής μπάλας στην αντίπαλη εστία 2. (στην καλαθοσφαίριση) πετυχημένη βολή τής μπάλας 3. φρ. «έφαγε σουτ» τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 20συντέμνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντέμνω και ιων. τ. συντάμνω Α [τέμνω] μτφ. α) περιστέλλω, περιορίζω, περικόπτω β) (σχετικά με λόγο) συντομεύω νεοελλ. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η συντέμνουσα μαθ. τριγωνομετρική συνάρτηση που αντιστοιχίζει σε κάθε γωνία …

    Dictionary of Greek