σού
1σού — σου , σύ thou gen 2nd sg …
2σου — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… …
3σού — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… …
4σοῦ — σέω pres imperat mp 2nd sg (attic) σέω imperf ind mp 2nd sg (attic) σεύω put in quick motion pres imperat mid 2nd sg (epic) σός thy masc/neut gen sg σοῦ indeclform (exclam) σύ thou gen 2nd sg …
5Σοῦ δ’ἐγὼ λαλιστέραν ὀυπωποτ ἐίδον κίτταν. — σοῦ δ’ἐγὼ λαλιστέραν ὀυπωποτ ἐίδον κίτταν. См. Сорока …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6σού σού — Α κραυγή που έχει ως σκοπό να τρομάξει και να απομακρύνει πτηνά («σοῡ σοῡ, πάλιν, σοῡ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.] …
7σου — σύ thou gen 2nd sg …
8Σου Χαν-τσεν — Κινέζος ζωγράφος του 12ου αι., μαθητής του Λιου Τσουνγκ κου. Ήταν προστατευόμενος του αυτοκράτορα Χούι τσουνγκ (1101 1125), που του έδωσε υψηλά αξιώματα. Ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανθρώπινη μορφή. Είναι ακόμα γνωστός για μερικές… …
9καλειά σου — φρ. «άμε καλειά σου» α) κάνε τη δουλειά σου β) άντε στο καλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κάμε τη δουλειά σου, με συγκοπή λόγω τής χρήσεώς της και με τη σημ. «πήγαινε στο καλό» συνδέθηκε παρετυμολογικά και με τη λ. καλό] …
10Τὸν κύνα ποίησον συντεκνον καὶ τὸ ῥαβδίον σου βάσταζε. — τὸν κύνα ποίησον συντεκνον καὶ τὸ ῥαβδίον σου βάσταζε. См. Дружиться дружись, а нож за пазухой держи …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)