σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον

  • 1τριταίος — α, ο / τριταῑος, αία ον, ΝΜΑ, θηλ. και αίη, Α φρ. «τριταίος πυρετός» ή απλώς «ο τριταίος» πυρετός που επανέρχεται κάθε τρίτη μέρα, με μεσοδιάστημα απυρεξίας 24 ωρών, χαρακτηριστικός για την ελονοσία αρχ. 1. αυτός που γίνεται, διεξάγεται ή… …

    Dictionary of Greek