σοφιστρίᾳ
1σοφιστρίᾳ — σοφιστρίᾱͅ , σοφίστρια fem dat sg (attic doric aeolic) …
2σοφίστρια — fem nom/voc sg …
3σοφίστρια — ἡ, Α βλ. σοφιστής …
4σοφιστρίας — σοφιστρίᾱς , σοφίστρια fem acc pl σοφιστρίᾱς , σοφίστρια fem gen sg (attic doric aeolic) …
5σοφίστριαν — σοφίστρια fem acc sg …
6σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… …
7ՍՈՓԵՍՏ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0734 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա.գ. ՍՈՓԵՍՏ ՍՈՓԵՍՏԷՍ ՍՈՓԵՍՏՈՍ. Բառ յն. սօֆիսդի՛ս. σοφιστής , իգ. σοφίστρια sophista, tria; doctus, sapiens, orator եւ deceptor, impostor. Իմաստակ. ուսումնասէր.… …