σοφιστικός
1σοφιστικός — of masc nom sg …
2σοφιστικός — ή, ό / σοφιστικός, ή, όν, ΝΑ [σοφιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοφιστή 2. χαρακτηριστικός τού σοφιστή, δηλαδή απατηλός, ψευδής (α. «σοφιστικά επιχειρήματα» β. «ἐροῡμεν σοφὸν ἢ σοφιστικόν», Πλάτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η σοφιστική η… …
3σοφιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σοφιστή ή τη σοφιστεία, απατηλός: Τους έπεισε σ όλα με τη σοφιστική ικανότητα που διαθέτει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σοφιστικά — σοφιστικός of neut nom/voc/acc pl σοφιστικά̱ , σοφιστικός of fem nom/voc/acc dual σοφιστικά̱ , σοφιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5σοφιστικώτερον — σοφιστικός of adverbial comp σοφιστικός of masc acc comp sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc comp sg …
6σοφιστικῶν — σοφιστικός of fem gen pl σοφιστικός of masc/neut gen pl …
7σοφιστικόν — σοφιστικός of masc acc sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc sg …
8σοφιστικώτατον — σοφιστικός of masc acc superl sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc superl sg …
9σοφιστικαῖς — σοφιστικός of fem dat pl …
10σοφιστικαί — σοφιστικός of fem nom/voc pl …