σουνιακός
1σουνιακός — ή, ό / σουνιακός, ή, όν, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σούνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + κατάλ. ακός (πρβλ. Τηνι ακός)] …
2Σουνιακόν — Σούνιον a man of Sunium masc acc sg Σούνιον a man of Sunium neut nom/voc/acc sg Σουνιακός a man of Sunium masc acc sg Σουνιακός a man of Sunium neut nom/voc/acc sg …