σουηδός

  • 1Σουηδός — ο, θηλ. Σουηδή, Ν [Σουηδία] 1. ο κάτοικος τής Σουηδίας 2. αυτός που κατάγεται από την Σουηδία …

    Dictionary of Greek

  • 2Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …

    Dictionary of Greek

  • 3Άρβιντ — (ArvidCarlsson,Ουψάλα,Σουηδία1923–). Σουηδός επιστήμονας της φαρμακολογίας. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία, όπου εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή. Το 1959 ανακηρύχθηκε καθηγητής φαρμακολογίας στο πανεπιστήμιο του… …

    Dictionary of Greek

  • 4Γέιγερ, Έρικ Γκούσταφ — (Erik Gustav Geijer, Ρανσέτερ 1783 – Στοκχόλμη 1847). Σουηδός ιστορικός, φιλόσοφος, ποιητής και πολιτικός. Αφοσιώθηκε σε ηθικοφιλοσοφικές μελέτες και δημοσίευσε πολυάριθμα δοκίμια, μεταξύ των οποίων τα Ο αληθινός και ο ψεύτικος διαφωτισμός κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 5Κάρλφελτ, Έρικ Άξελ — (Erik Axel Karlfeldt, Φολκέρνα 1864 – Στοκχόλμη 1931). Σουηδός ποιητής. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Σπούδασε στην Ουψάλα και παράλληλα παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα. Η πρώτη ποιητική του συλλογή Τραγούδια του έρωτα και τουλόγγου (1895),… …

    Dictionary of Greek

  • 6Κάσελ, Καρλ Γκούσταβ — (Karl Gustav Cassel, 1866 – 1945). Σουηδός οικονομολόγος. Σπούδασε μαθηματικά και οικονομικές επιστήμες στη Γερμανία και στην Αγγλία και μετά την επιστροφή του στη Σουηδία δίδαξε πολιτική οικονομία στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Ο Κ. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 7Κέλσιος, Άντερς — (Anders Celsius, Ουψάλα 1701 – 1744). Σουηδός αστρονόμος και εφευρέτης του εκατονταβάθμιου θερμομέτρου. Διετέλεσε καθηγητής της αστρονομίας στην Ουψάλα (1730 44), ενώ υπήρξε ιδρυτής και διευθυντής του αστεροσκοπείου της. Το 1733 δημοσίευσε μια… …

    Dictionary of Greek

  • 8Μάρτινσον, Χάρι Έντμουντ — (Harry Edmund Martinson, Γέμσεγκ 1904 – 1978). Σουηδός συγγραφέας. Ήταν γιος καπετάνιου και ο ίδιος εργάστηκε ως ναυτικός για έξι χρόνια. Έγραψε περίπου 20 νουβέλες και πολυάριθμες συλλογές με μελέτες, ποιήματα και διηγήματα. Αρχικά δημοσίευσε… …

    Dictionary of Greek

  • 9Νόρντενσκιελντ, Άντολφ Έρικ Νιλς — (Nils Adolf Erik BaronNordenskjold, Ελσίνκι 1832 – Ντάλμπιε, Λουντ 1901). Σουηδός εξερευνητής. Ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές της Αρκτικής, έδρασε κυρίως στην περιοχή της Σβάλμπαρτ (Σπιτσβέργης), όπου διηύθυνε τέσσερις αποστολές, στη… …

    Dictionary of Greek

  • 10Στρίντμπεργκ, Γιόχαν Άουγκουστ — (Strindberg). Σουηδός συγγραφέας και δραματουργός (Στοκχόλμη 1849 – 1912). Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, αγωνιζόμενος να σπουδάσει, να γίνει κάτι, να μπει στην ανώτερη κοινωνία. Το έργο του Σ., που είναι βασικά αυτοβιογραφικό, φέρνει τη σφραγίδα …

    Dictionary of Greek