σος
1σός — thy masc nom sg …
2σός — ή, όν, ΜΑ, και δωρ. τ. τεός, ή, όν, και βοιωτ. τ. αρσ. τιός και τ. ουδ. σούν, Α (κτητ. αντων. β προσ.) αυτός που ανήκει σε σένα, δικός σου («σὸς ἑταῑρος», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που είναι για σένα ή από σένα (α. «εὐνοίᾳ... τῇ σῇ», Πλάτ. β. «σός τε… …
3σά — σός thy neut nom/voc/acc pl σά̱ , σός thy fem nom/voc/acc dual σά̱ , σός thy fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4σόν — σός thy masc acc sg σός thy neut nom/voc/acc sg …
5σαῖν — σός thy fem gen/dat dual …
6σαῖς — σός thy fem dat pl …
7σαῖσι — σός thy fem dat pl (epic ionic aeolic) …
8σαῖσιν — σός thy fem dat pl (epic ionic aeolic) …
9σαί — σός thy fem nom/voc pl …
10σοί — σός thy masc nom/voc pl σοι , σύ thou dat 2nd sg σύ thou dat 2nd sg …