σος

  • 31TUUS — Graece Σὸς, honoris causâ usurpatum erga eos, quibus venerationem nostram atque obsequium, imo nos totos oblatos cupimus. Ita enim Alexander Macedo apud Diodorum Sic. Biblioth. l. 16. in historia famosissimae eius ad Ammonem consultarionis,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 32θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… …

    Dictionary of Greek

  • 33κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …

    Dictionary of Greek

  • 34κρύφασος — κρύφασος, ὁ (Α) ρίξιμο των ζαριών, ζαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρύφ (πρβλ. κρύφα) + εκφραστικό επίθημα σος (πρβλ. κίκκα σος] …

    Dictionary of Greek

  • 35μέθυσος — η, ο (ΑM μέθυσος, ον) αυτός που συνηθίζει να μεθάει, μεθύστακας αρχ. ακρατής, ασυγκράτητος, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί, κέφι» + επίθημα σος (πρβλ. βάναυ σος)] …

    Dictionary of Greek

  • 36πολύχεσος — ον, Α αυτός που επιφέρει πολλές κενώσεις, που προκαλεί συχνές αποπατήσεις («ἀπηλλάγημεν πολυχέσου νοσήματος», Κωμ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χέζω + επίθημα σος, κατά το κόμπα σος] …

    Dictionary of Greek

  • 37προσυπακούω — ΜΑ 1. ακούω κάτι επί πλέον («κάλλιστα... ὑπήκουσας τοῑς λόγοις τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι», Πλάτ.) 2. κατανοώ κάτι που δεν εκφράζεται σαφώς, που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται τό, Σὸς εἰμί σὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 38πυρσός — (I) ο, ΝΑ, πληθ. και πυρσά Α 1. δαυλός, δάδα, λαμπάδα 2. συνεκδ. σήμα που γίνεται με πυρσούς, αλλ. φρυκτωρία νεοελλ. αστρον. περιοχή εντονότερης ηλιακής δραστηριότητας, η οποία φαίνεται λαμπρότερη σε σχέση με την φωτόσφαιρα που τήν περιβάλλει αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 39ρυσός — και ῥυσσός, ή, όν, Α γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. *Fῥῡ με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με… …

    Dictionary of Greek

  • 40τρυσσός — ή, όν, τ. ουδ. και τρυσόν, Α (κυρίως το ουδ.) τρυσσόν και τρυσόν (κατά τον Ησύχ.) «νοσερόν, λεπτόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύω «καταπονώ, βασανίζω» + επίθημα σός (πρβλ. βλαι σός)] …

    Dictionary of Greek