σος

  • 21θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… …

    Dictionary of Greek

  • 22καμασήνες — καμασῆνες, ήνων, οἱ (Α) 1. ονομασία των ψαριών 2. είδος ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε *κάμασος, που εμφανίζει επίθημα σος (πρβλ. κόμπα σος, πέτα σος). Ο τ. καμασῆνες συνδέεται πιθ. με λιθουαν. šāmas, λετον. sams, ρωσ. som και με τη λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 23κόμπασος — κόμπασος, ὁ (Α) κομπαστής, καυχηματίας, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπά ζω + σος (πρβλ. κραύγα σος, μέθυ σος)] …

    Dictionary of Greek

  • 24πέτασος — Ονομασία καλύματος της κεφαλής στην αρχαιότητα. Ήταν πλατύγυρος και κατασκευαζόταν από πίλημα, δέρμα ή άχυρα. Δενόταν κάτω από το σαγόνι με παραγναθίδες. Ο π. προφύλασσε από τη βροχή και τον ήλιο και αποτελούσε το σύμβολο των οδοιπόρων. * * * ο,… …

    Dictionary of Greek

  • 25φριξός — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… …

    Dictionary of Greek

  • 26твой — твоя, твоё, укр. твiй, твоя, твоє, др. русск. твои, ст. слав. твои σός (Клоц., Супр., Мар., Зогр.), болг. твой, твоя, твое, сербохорв. тво̑j, тво̀jа, тво̀jе, словен. tvoj, tvoja, чеш. tvůj, tvoje, слвц. tvoj, польск. twoj, twoja, twoje, в. луж …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 27ЕВРИПИД —    • Euripĭdes,          Ευριπίδης, третий между знаменитейшими греческими трагиками, драмы которых уцелели отчасти. Он родился по обыкновенному указанию в 480 г. до Р. X., на острове Саламине, именно в самый день знаменитой морской битвы, как… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 28КРЕЗ —    • Croesus,          Κροι̃σος, царь лидийский из династии Мермиадов, сын Алиатта (Hdt. 1, 7, 92), наследовал своему отцу, по обыкновенному мнению, ол. 55, 1, т. е. в 560 г. до Р. X. (по другим в 571 или 557 г.); раньше, однако, был соправителем …

    Реальный словарь классических древностей

  • 29КРИТ —    • Creta,          Κρήτη, у греков еще н. Крити, по турецки Кирид или Кандиа, самый большой греческий остров, к югу от Кикладских островов, простирается с запада на восток в длину на 35 миль, а ширина меняется от 6 до 2 миль; поверхность его… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 30НАСОС —    • Να̃σος,          Νη̃σος,        1. островок эниадов на Ахелое в Акарнании с крепостью, н. τό νησί. Liv. 26, 24. Polib. 9, 39;        2. см. Syracusae, Сиракузы …

    Реальный словарь классических древностей